Γράμμα στη Γιακούτσκ

Γράμμα στη Γιακούτσκ

Πάντα σου άρεσε να είσαι κρυφός, να μην γράφεις, να μιλάς βαθιά μόνο στους
λίγους που είχες ενδιαφέρον να σε βυθομετρήσουν. Τώρα τραπεζοϋπάλληλος στο
Γιακούτσκ, με τη Μογγόλα γυναίκα σου και τα παιδιά της, ξένος ανάμεσα σε ξένους,
θαμμένος στους αιώνιους πάγους, να κέρδισες άραγε εκείνη την υψηλή, σάρκινη
πνευματικότητα που αποζητούσες;

Μετά τη δουλειά φοράς τρία παντελόνια δυο μάλλινα πουλόβερ μπουφάν και γούνα,
γούνινα γάντια κουκούλα και σκουφί και πας στην αγορά. Αγοράζεις κρέας
πετρωμένο από τον πάγο ή ψάρι, πασχίζεις να νιώσεις τα ψιλά στην τσέπη σου με
το γάντι.

Κάποια απογεύματα σταματάς στο στριπτιτζάδικο για ένα ποτό, εκεί που η γύμνια
έχει κάποια πολυτέλεια. Πετάς φιλοδωρήματα σε Ρωσίδες κόρες ανθρακωρύχων
που μαζεύουν για να φύγουν κάπου ζεστά, με ήρεμο χαμόγελο ― μεγάλος πια, δεν
ζητάς χάρες.

Τις Κυριακές στην προκάτ εκκλησία μοιράζεις χαρτονομίσματα ευσεβώς. Ίσως έχει
πάρει πια η θωριά σου κάτι από εκείνον τον τελευταίο των Ελληνοβάκτριων, εκείνο
τον Πακιστανό ανάμεσα σε Πακιστανούς, τον βουδδιστή, που θυμόταν την αρχαία
γλώσσα και τους πατρικούς θεούς σαν περασμένες κραιπάλες παράταιρες,
ανομολόγητες, κι έτσι ολόδικές του.

Κι όμως κάποτε ήσουν αεικίνητος. Γύριζες μέσα στη νύχτα σαν αθάνατος μετά από
μια μέρα λυσσασμένης δημιουργίας. Στα μπαρ οι πούστηδες έρχονταν να σου
μιλήσουν, οι γυναίκες ήταν πρόθυμες να γελάσουν με τα αστεία σου. Μ’ έρημα χέρια
κατακτούσες.

Θυμάσαι μία από τις φορές που είχαμε μεθύσει και μιλάγαμε για κείμενα που σε
ρώτησα γιατί δεν γράφεις για όλα αυτά, γιατί δεν τα μοιράζεσαι, όλα εκείνα που
μπορούν να θεραπεύσουν όπως σε θεράπευσαν; Με είχες κοιτάξει σαν με αηδία.
Δεν γράφω, είπες, για τους άλλους. Δεν ξέρω να βοηθήσω κανένα. Ξεδιπλώνω μόνο
τον εαυτό μου. Έτσι μένω υγιής· και όποιος είναι υγιής έτσι μόνο ξέρει να κρατιέται.

Με είχε ενοχλήσει πολύ εκείνο το σχόλιο. Το πιστεύεις ακόμα;

Γράψε μου. Όσο σε ήξερα κέρδισα πολλά, μα νομίζω πως δεν σε κατάλαβα ποτέ.
Ίσως γι’ αυτό να σ’ έχω τόσο αγαπήσει.

 

Ανδρέας Σαμαρτζής