Το Σάββατο «αναστήθηκα» μετά το μεσημέρι
βούιζε ακόμα η μουσική του club μέσα στ’ αυτιά μου
κι ως εθισμένος στον καφέ (του πλαστικού, σα μπάτσος)
ως τη γωνιά πετάχτηκα, ξεχνώντας τα κλειδιά μου
Χωρίς μπλουζί, με ένα σορτς του Άγιαξ και παντόφλες
Χωρίς λεφτά και κινητό με τον καφέ στο χέρι
Ξαπλώθηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας
Περίμενα έναν γείτονα η μοίρα να μου φέρει
Και ολόγυρα δεσπόζανε ντομάτες πατημένες
κρεμμύδια, αγγούρια, μαϊντανοί (ή δυόσμοι, τα μπερδεύω)
είχε λαϊκή που τέλειωσε, κι έμεινε ο δρόμος χάλια
και γω με τη απαίσια οσμή του να παλεύω
Και άξαφνα εμφανίσθηκε στο δρόμο η Πηνελόπη
νεράιδα-γειτόνισσα που είχα στο σημάδι
με σούπερ μίνι φόρεμα και δυο γόβες στιλέτο
φαινόταν πως δε γύρισε σπίτι της χτες το βράδυ
Διέσχιζε τα γλιστερά και σαπισμένα φρούτα
κι έβγαλε τα τακούνια της, φοβούμενη μη πέσει.
Κι έπεσε. Σε απόσταση δυο μέτρων από μένα
που ήμουν ξάπλα ημίγυμνος χωρίς να αλλάζω θέση
Χρόνια σκεφτόμουν για να βρω τρόπο να της μιλήσω
μα τώρα απροετοίμαστος μέσα σ’ αυτή τη φούρια;
είπα αυτό που σκέφτηκα ποτέ κι ας μη γαμήσω:
«Που πας και συ βρε κούκλα μου, ξυπόλητη στ’ αγγούρια;»
Τζε Λα Ρεβ