του Θανάση Γαλανάκη
Σέ μιά λεπίδα πάνω ἡ ἀπόφαση χορεύει
γιὰ τὸ ἂν εἶναι ἡ ἀναμονὴ γλυκιὰ ἢ ξυράφι,
μὰ ὅταν ἡ ὥρα τοῦ τσιγάρου μου κοντεύει,
οὔτε μιὰ τζούρα, οὔτε μι’ ἀνάσα δὲν πάει στράφι.
Ἡ νικοτίνη σὰν σκυλὶ πεινάει καὶ κλαίει
κι’ ἐμένα ἡ κρίση μου τὸ βλέπω πὼς θολώνει
ἂν δὲν γεμίσω τὰ πνευμόνια μου μὲ χρέη
– παραπανίσια πίσσα μέσα μου στομώνει.
Λευκὸ κρεβάτι, πλάϊ μου ἐσὺ κι’ ἡ νοσοκόμα,
ντουλάπα, πάγκος, κομοδίνο: ὡραία κατάσταση
– κι’ ἕνας ὁρὸς νὰ πέφτει, ἐνῷ εἶμαι σὲ κῶμα·
κάθε τσιγάρο Γολγοθᾶς κι’ ἡ γόπα Ἀνάσταση.
(Ἀκούω τὰ πάντα, ἀκόμα ζῶ, τί νὰ τὸ κάνω;
Χαρμάνης ἔζησα, χαρμάνης θὰ πεθάνω.)