Του Μανώλη Βασιλάκη
Κοιτάζοντας στοχαστικά την άδεια, λευκή λεωφόρο
μου ’ρχεται πάλι ξάφνου μια σκέψη από παλιά
και εκεί που τα κατάφερα και πάλι να τη διώξω,
να την, ξεπροβάλλει μέσα απ’ τον χιονιά
είναι αλήθεια βάρβαρο τη σκέψη να σκοτώνεις
μα πώς αλλιώς θα ζήσεις το τώρα ή το μετά;
και κάποιες φορές αναπολώ, φωνάζω και πικραίνω,
αφού τα τσιγάρα και το αλκοόλ, κανέναν δε βοηθά
η αναμονή σαν φόνισσα γλυκά με μαχαιρώνει
θυμίζοντάς μου μια ζωή με γέλιο και χαρά
και σαν τον ανθρωπάκο που ψάχνει λίγο ήλιο,
κοιτάζοντας νωχελικά τον κόσμο, προσδοκά
μια αλλαγή, μια σπίθα, τον κόσμο όλο να κάψει
μπροστά στην απραξία σας, καλύτερα μια φωτιά
και σαν περνά ο χειμώνας, την άνοιξη προβοδίζει
γεμάτη χαρές, λαλίστατη, η πιο καλή κυρά
και ’γω σαν το πουλί, της άνοιξης το σήμα
ανοίγω τα φτερά μου και φεύγω μακριά