Εγκλωβισμένος σε μια άχρωμη πόλη

Του Μανώλη Βασιλάκη

Κοιτάζοντας στοχαστικά την άδεια, λευκή λεωφόρο

μου ’ρχεται πάλι ξάφνου μια σκέψη από παλιά

 

και εκεί που τα κατάφερα και πάλι να τη διώξω,

να την, ξεπροβάλλει μέσα απ’ τον χιονιά

 

είναι αλήθεια βάρβαρο τη σκέψη να σκοτώνεις

μα πώς αλλιώς θα ζήσεις το τώρα ή το μετά;

 

και κάποιες φορές αναπολώ, φωνάζω και πικραίνω,

αφού τα τσιγάρα και το αλκοόλ, κανέναν δε βοηθά

 

η αναμονή σαν φόνισσα γλυκά με μαχαιρώνει

θυμίζοντάς μου μια ζωή με γέλιο και χαρά

 

και σαν τον ανθρωπάκο που ψάχνει λίγο ήλιο,

κοιτάζοντας νωχελικά τον κόσμο, προσδοκά

 

μια αλλαγή, μια σπίθα, τον κόσμο όλο να κάψει

μπροστά στην απραξία σας, καλύτερα μια φωτιά

 

και σαν περνά ο χειμώνας, την άνοιξη προβοδίζει

γεμάτη χαρές, λαλίστατη, η πιο καλή κυρά

 

και ’γω σαν το πουλί, της άνοιξης το σήμα

ανοίγω τα φτερά μου και φεύγω μακριά

 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

20 Δεκέμβρη

Δεν περίμενε πως θα πεθάνει, παρόλο που η γιατρός...

Μα(ρά)ζι

Τραγουδάκι Τρίτης Στο πάρκο και στο πράσινο παγκάκι σφυρίζω σιγανά ένα...

Paul Verlaine, Κρόνια ποιήματα [Poèmes Saturniens (1866)]

Μετάφραση: Πέτρος Φωκιανός     Marco Μαρκό Quand Marco passait, tous les jeunes hommes Όταν...

Έφη Αρμένη, Τρία Ποιήματα

Δικαίωμα να κολλήσω όπως το σαλιγκάρι πάνω στον τοίχο να κρύψω τις...