Εδώ δεν έχω πια τη συντροφιά άλλων νεκρών.
Πάνε χρόνια που ξέθαψαν το άδειο μου μνήμα
και το πήραν για να στολίσουν την αγορά.
Το σώμα μου έγινε σκόνη,
μα ακόμα ενοικώ σε τούτη τη σαρκοφάγο
που παρήγγειλε ο πατέρας μου
– και θα ενοικώ όσο υπάρχει ακόμα
γραμμένο πάνω της το όνομά μου:
Ἐπαμείνων,
Τήλωνος καὶ Φίλτης·
ἥρως χρηστέ, χαῖρε·
ἐτῶν κε΄.
Πέρασα αιώνες στη σιωπή,
από τη μέρα που πέταξε η ψυχή μου
από το άρρωστο σώμα.
Ώσπου ένα πρωί με έσυραν εργάτες,
με πήραν από τη δροσιά της γης
και με έστησαν στην αγορά του νησιού μου,
για να με βρέχουν οι χειμώνες
και να με πυρώνουν τα καλοκαίρια.
Τα καλοκαίρια φωνάζουν όλη τη μέρα τα τζιτζίκια,
σαν κύμα, σαν βάσανο, μου κλέβουν τη γαλήνη,
και μετά, όλη τη νύχτα –θεοί!–
όλη τη νύχτα ακούω αλλόκοτες μελωδίες,
όλη τη νύχτα βουίζουν αμέτρητες φωνές,
ένα πλήθος μεγαλώνει γύρω μου,
κανείς δεν με προσέχει,
κανείς δεν με γνωρίζει,
αγόρια και κορίτσια κάθονται γύρω από το μνήμα μου,
το αγγίζουν με τη ζεστή τους ράχη,
γελάνε, πίνουν, γελάνε δυνατά,
δίνουν αδιάντροπα φιλιά
και η ζέστη του κορμιού τους
καίει το μάρμαρο,
αναστατώνει την ειρήνη του τάφου μου.
Εγώ δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά·
εγώ δεν πρόλαβα·
εγώ ήμουν είκοσι πέντε χρονών.
Λευκός απ’ την αρρώστια,
έτσι πέρασα τη ζωή μου.
Ούτε στο γυμνάσιο,
ούτε σε γάμους πήγα ποτέ,
ούτε καν μέχρι τη Σάμο ταξίδεψα.
Μόνο έβλεπα στων γονιών μου τα μάτια
τον πόνο, στων ξένων τον οίκτο,
στων ιερέων τη ματαιοπονία.
Τι θέλουν τώρα όλοι αυτοί;
Γιατί με τυραννούν;
Γιατί με περιγελάνε έτσι;
Αφήστε με να ησυχάσω·
θάψτε με πάλι βαθιά
στη δροσιά της γης.
γ.π.