Θα αρχίσει πάλι
το ερημικό καλοκαίρι·
θα υπομείνεις πάλι
κύματα καυτής ευτυχίας γύρω σου·
θα περιφέρεις πάλι τη μοναξιά σου
στα νησιά, σαν ιερή εικόνα,
κρυμμένη κάτω από ασημένιο πουκάμισο
(το δουλεύεις χρόνια τώρα, τεχνίτης άριστος),
και θα χαμογελάς
σε όλες τις φωτογραφίες,
όπως κάθε καλοκαίρι.
Θα κουβαλάς μαζί το κατοικίδιο σου,
το πονηρό σκυλί
που όλο σε δαγκώνει
και σε λερώνει – τη μνήμη.
Θα της πετάς
βιβλία, τοπία, δειλινά,
θα την ποτίζεις με αλκοόλ,
μα δεν θα ξεγελιέται.
Θα τριγυρνάς αχώριστος πάντα
από εκείνο το άλλο ζώο,
το σώμα όπου κατοικείς,
που όλο ζητά τα εαυτού
και όλο ασχημονεί.
Και ακόμα θα ξαναπάρεις
μαζί σου στα νησιά
–ποια φορά θα ‘ναι;–
την ανόητη προσδοκία
για το θαύμα που δεν έζησες ποτέ
(λίγο το πλησίασες μόνο
– μπορεί και όχι).
Και τα νησιά
θα παραμένουν πάντοτε ωραία,
με τα λευκά ξωκκλήσια
στις γυμνές πλαγιές,
με τις σαύρες που χορεύουν
επάνω στα αρχαία μάρμαρα,
με τον ήλιο που σκορπά τα μεσημέρια
χιλιάδες λαμπυρίζοντα κέρματα
πάνω στη θάλασσα,
και με το φεγγάρι,
που θα ανατέλλει ξανά και ξανά,
μεγαλειώδες και ακούραστο.
Τι κρίμα.
*ποίημα/φωτογραφία: γ.π.