Μέσα σε ένα τεράστιο σώμα,
εμφανίζεται η αγαπημένη μου γάτα
με δυο νεκρά χέρια,
απαλά,
που έχουν για διάκοσμο πέντε αγαθές λεπίδες.
Γέρνει στο έδαφος,
σαν τον χώρο διασκορπισμένων μυρμηγκιών – θρυμματίζονται τακτικά από παρόρμηση.
Τη χαϊδεύω στο πόδι,
με κοιτάει, ξαφρίζει την ουρά της και με δέρνει.
Αφήνει ένα δόντι πάνω στο χέρι μου.
Απογοητεύομαι, ενώ το αναμένω.
Την κοιτάω,
γυρίζω να φύγω, με ακολουθεί.
Με τυλίγει με το σεντόνι και μου σπάει εν τέλει τη λεκάνη.
Η γριά στον κάτω όροφο ψάλλει το «χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε»,
«Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε»
και η σχέση υποταγής ή ακολουθίας μας,
εμπνευσμένα,
είτε συνυπάρχει, είτε συμβιώνει με (την) υπόκρουση.
Αλεξία Βίκτωρος