Καθένας έχει το δικό του αρχέτυπο της αγάπης:
κάθε άνθρωπος είναι ρυθμισμένος να αγαπά
με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Άλλος το πήρε από τη μάνα του,
άλλος από τον πατέρα του,
άλλος από κάποιον άγνωστό του πρόγονο
― από έναν άγριο προπάππου
με θαμμένη πολύ βαθειά την τρυφερότητά του
ή από μια μακρινή θεία που αγάπησε μόνο μια φορά
και έταξε να ζει έκτοτε μόνη,
με το ιερό λείψανο των αναμνήσεων.
Η αλυσίδα αυτή μπορεί να πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο,
σπειροειδώς, σαν το γονιδίωμα του DNA.
Άλλος αγαπά με τον τρόπο των αρχαίων σοφών,
αναζητά σε όλη τη ζωή του μια υψηλή ιδέα της αγάπης,
που σε λίγους τάχα φανερώθηκε·
άλλος λατρεύει εικόνες με τον ζήλο των χριστιανών,
τυφλώνεται και υποτάσσεται σε κούφια ξύλα.
Είναι και εκείνοι που νιώθουν την αγάπη
σαν κούρσος και αρπαγή,
και τέρπονται με τον πόνο των άλλων·
και ακόμα εκείνοι που θέλουν μόνο
μια συλλογή από τρόπαια κορμιών.
Πάνω από όλους βρίσκονται οι λίγοι εκλεκτοί
που προορίστηκαν να βιώσουν την αρχέγονη αγάπη,
σαν τότε που αρθρώθηκε για πρώτη φορά αυτή η λέξη.
Είναι μια σπάνια φυλή που ζει κρυμμένη ανάμεσα μας.
Μιλούν τη δική τους γλώσσα, ένα μείγμα
από λέξεις, σιωπές, χέρια, μάτια.
Έχουν τον δικό τους χρόνο και όλα είναι γι’ αυτούς
αρχή, ανατολή, γέννηση,
διαρκώς και δίχως όρια.
Για εμάς τους πολλούς όμως, είναι αλλιώς·
καθένας παίρνει εξαρχής τον κλήρο του
και πορεύεται λιπόψυχος ή θρασύς,
δοτικός ή ζηλόφθονος,
αιθεροβάμων ή κυνικός,
πιστός, προδότης, θύμα, θύτης, νικητής, ηττημένος,
επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά το ίδιο λάθος.
Και αλίμονο, μπορεί ποτέ να ξεφύγει κανείς
από τη φοβερή τούτη σφραγίδα;
*γ.π.