Οι τρίχες σου, εκείνες κάτω από τον αφαλό, μοιάζουν με κύματα που σε προκαλούν να κολυμπήσεις μέσα σ’αυτά. Θα φτάσω άραγε κάποτε προς τον νότο;
Η αδάμαστη κίνησή τους με καθηλώνει. Στην προσπάθειά σου να τις κρύψεις, τις αναδεικνύεις περισσότερο.
Αναρωτιέμαι αν βρεγμένες θα λαμπυρίζουν ακόμα πιο πολύ, ή αν η κίνησή τους θα είναι το ίδιο ατίθαση.
Σκληρές μπλέκονται στα δάχτυλα μου, καμπυλόγραμμες χαϊδεύονται από τα χέρια μου, με τα μελτέμια ταράζονται και θέλω να τις φιλήσω όλο και πιο πολύ.
Το ταξίδι προς τον νότο ξεκινά, ο ορίζοντας μυρίζει περιπέτεια και είμαι έτοιμη να φτάσω εκεί δίχως να με αποπροσανατολίσει η άβυσσος του αφαλού σου, έστω και σαν ένα σημείο αναφοράς, ως μια κάποια πυξίδα.
Το καΐκι ως μία μόνη επιλογή σωτηρίας είναι από ξύλο παραφουσκωμένο απ’ τα αλάτια και δεν μπορώ στα αγωνιώδη αυτά –κάπως– απρόοπτα να μη γευτώ την αλμύρα της θαλάσσης που βρέχει το πρόσωπο μου.
Ξεχειλίσματα ηδονών και βογκητά που αναστατώνουν, μια τρικυμία που νιώθεις όχι μόνο στα χείλη αλλά και στο στήθος, τουλάχιστον εξωτερικά την βλέπεις. Τα χείλη σου, τώρα, φαντάζουν χορτάτα και το χαμόγελό σου ακόμα λίγο ερωτικό.
ε.β.
*φωτογραφία: Wols (1913-1951)