Χωριό της Αργολίδας ημιορεινό,
πλαγιασμένο σ΄ έναν ξερότοπο,
κάτω ο κάμπος σβήνεται
και η έκταση της μιζέριας ανυπολόγιστη·
τώρα αρχίζει το καλοκαίρι,
και θά ‘ναι αποπνικτικό.
Στον από πάνω λόφο, πέτρες:
ομηρική πόλις,
μυκηναϊκή ακρόπολις,
που χρόνια την ξεκοίλιαζαν οι χωριανοί,
πουλώντας την προγονική κληρονομιά
για μερικά χιλιάρικα.
Σπίτια, εκκλησία, συνεργείο,
όλα ποίημα εργολάβων
και χειρ κάποιων μαστρο–κάτι·
καφενείο με ασάλευτους γέροντες,
που κοιτούν στο πουθενά
και αφουγκράζονται το τίποτε.
Στο κέντρο κομμωτήριο
με ξεβαμμένη επιγραφή
και πλαστικούς καναπέδες
– μνημείο ευτέλειας του ’80.
Ανάμεσα στο πιστολάκι,
στενάζει ένα τραγούδι:
«στα–μάτια–μου–όμως,
δεν–διάβασες–τίποτα».
Μα γίνεται να ζούσαν μυκηναίοι σ’ αυτό τον τόπο;
γ.π.