Είναι κάτι μέρες, καθημερινές μέρες, που σηκώνεσαι, ρίχνεις νερό στα μούτρα και βουρτσίζεις τα δόντια σου, έπειτα ντύνεσαι, βγάζεις τον σκύλο βόλτα· καθετί ωστόσο, κάθε σου κίνηση, από την πιο απλή, την πιο ανώδυνη χειρονομία, όλα τριγύρω κρύβουν ενοχή ― ενοχή, ματαίωση και ανημπόρια. Ανίκανος να δράσεις, συνεχίζεις απλώς να ζεις: τρως, κοιμάσαι, διαβάζεις νέα στο pc, γράφεις κάνα μήνυμα στο κινητό ― και πράγματι, λίγη ώρα μετά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, τα ’χεις όλα ξεχάσει! Μετά από λίγο όμως πάλι τα ίδια, η μέρα της μαρμότας. Σισύφειο έργο.
Και τι διάολο να κάνεις, τι διάολο να πεις και να ’χει νόημα, να ’χει σημασία; Δεν μένει παρά να πάρεις την απόφαση: «Να αυτοκτονήσω ή να φτιάξω ένα καφέ;» Έντιμες στάσεις και οι δύο, ειλικρινείς, ανυπόκριτες ― ανάληψη ευθύνης, ο Καμύ έχει σε όλα δίκιο: αν τριγύρω δεν βλέπεις παρά μόνο σωρούς από σκατά, αν εσύ ο ίδιος δεν είσαι παρά ένας σωρός από σκατά, τότε τι; Αυτοκτονείς ή φτιάχνεις καφέ. Και αν δεν μπορείς ν’ αυτοκτονήσεις, τουλάχιστον κάνε τ’ άλλο ― σώπα, σκάσε, βούλωσέ το. Γιατί η σιωπή είναι ωραία, βυθίζεσαι σε μια θλίψη τίμια, γενναία, συμπονετική ― ό,τι πιο κοντά στην «ανείπωτη τραγωδία». Αφού ειν’ «ανείπωτη η τραγωδία», τι τα θες και μιλάς, λες-λες-λες-λες… ― νά, ορίστε η λύση: το βουλώνεις και όλα καλά. Ας μιλήσουν άλλοι, εκείνοι που μπορούν, εκείνοι που στα λόγια τους υπάρχει ακόμα κάτι που θυμίζει σημασία ― οι άλλοι μόκο, σιωπή.
Αν δεν σ’ αρέσει αυτό, υπάρχει κι άλλη λύση, εξίσου έντιμη: να φτιάξεις καφέ. Δεν πολυκαίγεσαι για τα σκατά και κανένα πρόβλημα μ’ αυτό, για σένα η ζωή ούτως η άλλως ειν’ άδικη ― άδικη, σκληρή και μοχθηρή, της γυρνάς την πλάτη και όλα καλά. Πατάς on στην καφετιέρα, βάζεις το φίλτρο, προσθέτεις τον καφέ και το νερό· μετά από λίγη ώρα τα χείλη σου γλυκαίνουν από τη γεύση φουντούκι. Αφού πιείς τον καφέ, ντύνεσαι, ξυρίζεσαι, βάζεις after shave και κολόνια, φοράς το παλτό σου και γρήγορα για δουλειά. Άλλη μια μέρα ξεκινά ― άλλη μια μέρα, ίδια και απαράλλαχτη, τα πάντα επαναλαμβάνονται όπως τα ’ζησες ήδη, η λίγη φαγούρα στην πλάτη δεν είναι κάτι σοβαρό, κάποιο κουνούπι μάλλον, ή κάποιο στίγμα, από εκείνα που χωρίς πόνο, με μια κίνηση εύκολα τα σπας και λυτρώνεσαι, πριν χειροτερέψει το κακό.
ΝΣ
1.ΙΙΙ.2023.