Άσημος ή καταξιωμένος, μικρή σημασία έχει – κάθε συγγραφέας παλεύει με το φόβο της λευκής σελίδας, κάθε ζωγράφος ωχριά στη θέα του λευκού καμβά. Το λευκό που δεν γεμίζεται με κάτι, το λευκό που παραμένει λευκό, σηματοδοτεί το απόλυτο κενό – ένα κενό απλήρωτο με ισχύ τυρρανική, παρατεταμένη, ένα κενό που επιβάλλει τη μισαλλοδοξία του, που λαχταράει να σε καταβροχθίσει εν είδει σωφρονιστικής τιμωρίας. Το κενό βρίσκεται εκεί, σε σκοπεύει, σε κοιτάζει που το κοιτάζεις – στην επικράτεια της λευκής σελίδας καθρεφτίζονται ένα σορό βλέμματα: ο αναγνώστης κοιτάζει τον συγγραφέα που κοιτάζει τον αναγνώστη, που κοιτάζει το κενό που το κοιτάζει ο συγγραφέας× όλοι μαζί κοιτάζονται από το κενό που τους κοιτάζει. Ο φόβος είναι όμως τροφοδοτεί και την υπέρβαση – εν ολίγοις, δεν μπορούμε να κοιτάξουμε το κενό χωρίς τον φόβο του κενού· σαν τη σχέση της ζωής με τον θάνατο: ο άνθρωπος υπάρχει επειδή υπάρχει το κενό, επειδή υπάρχει ο θάνατος – ο θάνατος είναι η δυνατότητα του ανθρώπου, είναι η τύχη του, αν δεν υπάρχει ο θάνατος, δεν υπάρχει και ο άνθρωπος. Έτσι και με την τέχνη: ο θάνατος -το κενό- είναι η μόνη ελπίδα της τέχνης, όπως και για τον άνθρωπο, ο θάνατος είναι η μόνη του ελπίδα να παραμείνει άνθρωπος.
07.06.2021, ΝΣ