Κι ο Σαμάνος είπε: «Αυτό που λείπει είναι το γιατί, γιατί επιλέγεις, ό,τι επιλέγεις».
Το ένα φτερό είπε: «Επιλέγεις ή βαδίζεις σε μονοπάτι που φτιάχτηκε για σένα χωρίς εσένα».
Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά, και πέρασα τρεις μέρες… Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά. Τα μάτια μου τα βλέφαρά μου βάρυναν μαζεύτηκαν σύννεφα σκοτείνιασε. Το κεφάλι μου. Και πέρασα τρεις μέρες στο κρεβάτι… Το κεφάλι μου. Και ένιωθα μια αηδία να ανεβαίνει πικρίλα έφτυνα τη χολή μου κι αηδία, πράσινο και κίτρινο πικρό ανάμεσα στα πόδια μου. Το κεφάλι μου. Γέμισε ρυτίδες ο λαιμός μου έφραξε. Τα δόντια μου πονούσαν οι σακούλες κάτω από τα μάτια σαπισμένο υγρό τα σεντόνια γεμάτα μύξες αδιαφορία εγκατάλειψη.
Κατάπινα τα συναισθήματα το ένα μετά το άλλο κι ήταν σαν να καταπίνω ξυράφια. Το κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και πάσχιζα κάθε βράδυ πάσχιζα.
Όχι μωρό μου λυπάμαι όχι ήρωας δεν είμαι όχι μωρό μου μωρό μου όχι καταραμένος όχι μωρό μου το κεφάλι μου όχι μοναχός όχι μωρό μου λυπάμαι δεν είμαι παρά μόνο το κεφάλι μου πονάει το στήθος μου πονάει όχι το κεφάλι μου το στομάχι μου μωρό μου όχι δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου.
Πάτησα ένα πόδι πάνω στη λίμνη. Και μετά άλλο ένα κι άλλο ένα κι άλλο ένα ώσπου περπατούσα. Περίμενα το κρακ από τη μια στιγμή στην άλλη να ραγίσει ο πάγος να πέσει το κορμί μου μέσα να σταματήσει ο χρόνος η ανάσα μου να σταματήσει. Πάτησα ένα πόδι πάνω στην παγωμένη λίμνη κι αφουγκράστηκα την ησυχία των ελάτων που υπήρχαν τριγύρω. Ήθελα να πάω απέναντι και θα μπορούσα να κάνω τον κύκλο, θα μπορούσα να κάνω τον κύκλο. Γιατί; Πάρε με μια αγκαλιά ντρέπομαι. Γιατί; Όλη μου η ύπαρξη ούρλιαζε. Περίμενα το κρακ από τη μία στιγμή στην άλλη αυτό το κρακ ήθελα δεν ήθελα να πάω απέναντι δεν θα συμβεί το κρακ δεν θα ακουστεί ο πάγος δεν θα θρυμματιστεί το κορμί δεν θα καταρρεύσει το πνευμόνι⸱ να ακούσω το κρακ. Γιατί; Πάρε με μια αγκαλιά είμαι τέρας(;)
Πάτησα το πόδι μου. Μα δεν πέρασα απέναντι… Όχι. «Δεν μπορώ να ησυχάσω να ζω τον φόβο φωλιάζει μέσα στ’ άντερα καταβροχθίζει τα πάντα το στομάχι πέφτει σε κενά αέρος και οι τρίχες στην πλάτη σηκώνονται». «Γυμνός έχεις γείρει το κεφάλι να δεις, γυμνός, κλαις, ουρλιάζεις βουτηγμένος σε αίμα και βλέννα ένα σκουλήκι στην κοιλιά κομμένο αρνείσαι, ουρλιάζεις Ηρεμία αρνείσαι δαίμονες σε σκέπασαν το βράδυ σε φιλούσαν με τα δόντια τις λέξεις περιέπλεκαν». Γέλασα τόσο δυνατά γέλασα τόσο δυνατά γέλασα τόσο δυνατά γύρισα κοίταξα πίσω από τον ώμο και γέλασα γέλασα γέλασα τόσο δυνατά κι ερχόταν προς εμένα και γέλασα κι αιωρούνταν δεν περπατούσε ήταν δύο χιλιοστά πάνω από το έδαφος και ερχόταν και γέλασα με το μαύρο χιτώνα που φορούσε και το κεφάλι της κατσίκας γέλασα τα στριφτά κέρατα και τις κόγχες των ματιών χωρίς σπιρτάδα ζωής κενές γεμάτες από όλα όσα οι υγιείς λένε άρρωστα ερχόταν και γέλασα. Έπιασε τα αρχίδια μου σφιχτά και τα έστριψε με το άλλο έπιασε την κορφή του κεφαλιού μου και πίεσε ένα μακρύ νύχι μέσα τα μάτια μου έγιναν τεράστια η γλώσσα μου βγήκε ολόκληρη έξω και άφησε σάλια να τρέξουν πολλά σάλια πάνω στη γλώσσα μου και έστριψε κι άλλο τα αρχίδια μου και με φίλησε βαθιά σχεδόν με κατάπιε και χάθηκα, χάθηκα μέσα σε όλο αυτό και έχωσε μια γροθιά ολόκληρη μέσα με κατούρησε στο στήθος έβαλα τα χέρια μου μέσα από το χιτώνα τα ’σπρωξα έχωσα τη γλώσσα μου βαθιά μέσα στις κόγχες ούρλιαξε από κάβλα μωρό μου από κάβλα ούρλιαξα χωρίς να ουρλιάζω⸱ να ανασάνω να πιάσω την ανάσα μου. Τα δέντρα. Ζέστη. Ζέστη έτρεχε από την κοιλιά στα μπούτια. Λίγο πιο ψηλά από την κοιλιά κατουρούσε. Ζέστη.
Κι ό,τι αγαπώ αγγίζω μαραίνεται το κρατάω στα χέρια το πληγώνω το χαϊδεύω το πνίγω ό,τι αγγίζω γίνεται στάχτη ό,τι αγαπώ είναι ελεύθερο το παγιδεύω θρηνώ κόκκινα δάκρυα.
Να κοιμηθώ κι όποτε κλείνω τα μάτια να βγαίνουν σπαθιά να μονομαχεί η μάχη με την παραίτηση. Το κεφάλι μου… Τι είναι αγάπη; Γιατί είναι τόσο εκκωφαντική η ζωή γιατί κάνει τόσο θόρυβο γιατί βουίζει γιατί κλαίει μωρό παρατημένο μόνο αβοήθητο κανείς μη σκουπίζει μύξες και δάκρυα γιατί το ποτήρι έχει μια πέτρα μέσα κι όλο αντηχεί εκκωφαντικά σ’ αυτή την άδεια αίθουσα θεάτρου πλοπ πλοπ πλοπ και δεν μπόρεσα ποτέ να το αποφύγω γιατί; Κι όλο με τυραννάει το κορίτσι με τα χίλια πρόσωπα που δεν φοβόταν τον θάνατο και ήθελα να την πείσω πως ούτε εγώ. Το να τσιγάρο μετά το άλλο δεν ξέρω τι λέξεις να πω και έτσι ρουφάω. Το στομάχι μου. Πού θάφτηκα; Που θάφτηκα. Περιμένω περιμένω περιμένω μέσα στο χώμα περιμένω να αναπνεύσω. Σπάει τα κόκαλα τα πόδια δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια κυρτώνει την πλάτη η βαρύτητα με τραβάει το πάτωμα μου ψιθυρίζει ξεκουράσου με παγιδεύει στην κούραση ξεκουράσου όλο με χαϊδεύει ξεκουράσου πάρε με αγκαλιά κοιμήσου τώρα κοιμήσου πάντα. Ποιος μένει να βοηθήσει εσένα; Ο Σαμάνος με κάλεσε να τον συναντήσω μα ντρέπομαι.
* ‘‘Πατέρα δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια, Σιγοψιθυρίσματα ενός βαρβάρου που ατένιζε την άβυσσο’’ ** Φωτογραφία: Ioanna Spithouraki Photographer