Δεν είχε καν ανοίξει παντζούρι και ήταν η ώρα να σηκωθεί. Σήμερα θα ξεκινούσε καινούρια δουλειά δεν είχε χρόνο να γράψει, σκέφτηκε όταν είδε τη λέξη δουλειά να μεσολαβεί, μάλλον είχε όμως.
Η εικόνα στην κουκέτα, πάνω φυσικά αυτή, η φωνή του από το χωλ και η φιγούρα του στο κατώφλι που πλησίαζε. Εφτάμιση οχτώ παρά ξεκίναγε ιστορία.
Από τις εφτά και κάτι μάλλον την άρχιζε, πήγαινε να ετοιμάσει πρωινό, ξαναρχόταν, συνέχιζε.
Το βιβλίο το άφηνε εκεί; Ποιο βιβλίο; Αυτοσχεδίαζε. Κάθε πρωί αυτοσχεδίαζε. Κάθε πρωί το παρεάκι στο δάσος, ένας ελέφαντας και μερικά παρατρεχάμενα ζωντανά, κάθε πρωί συνέχιζαν την εξερεύνηση και συναντούσαν και άλλο ένα ακόμα.
Οι πρωταγωνιστές αναλλοίωτοι: ο Δαφνίνο και ο Ορεστίνο.
Δεν ήξερε πόσα χρόνια κράτησε αυτό. Αν ήταν χρόνια, αν ήταν μήνες. Γι’ αυτήν ήταν όσα και τα χρόνια του δημοτικού.
Μισόκλειστα μάτια, κλειστά δηλαδή, «άνοιξε μάτια, άνοιξε μάτια», δεν άνοιγε μάτια, και έριχνε την τελική διαπραγμάτευση γελώντας «άνοιξε το ένα μάτι έστω». Και άνοιγε το ένα μάτι. Χαζή ήταν να ανοίξει και τα δύο;
Γι’ αυτό ποτέ δεν προλάβαινε προσευχή. Κέρδιζαν τα σκιουράκια κατά κράτος.
*Δάφνη Θ. Καραγιάννη