Στη Ν.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό.
Κ. Καρυωτάκης
Αγκύλωση στις αρθρώσεις, μπήκα απόκοσμα στον κήπο σου.
Γιατί με υποδέχεσαι έτσι;
Με την πλάτη γυρισμένη και μια αλογοουρά που δέρνει την άπνοια.
Τι γράφει εκεί;
Σημάδια από μαστίγια σε κοσμούν,
ιερογλυφικά,
και προφορικός λόγος.
Οι λέξεις που τόσο αγαπάς,
μου έστησαν ενέδρα.
Μα γύρνα να σε δω, αφού γνωρίζεις πως ήρθα τραυματίας,
πως χωλαίνω,
σίγουρα θα άκουσες τα ασθενοφόρα που με ξέβρασαν στην πόρτα σου.
Μιλάς, μονολογείς γλυκά.
Για συνοδεία σε συντροφεύουν όλοι οι νεκροί μου.
Πόσες μέρες σου πήρε να τους ξεθάψεις όλους αυτούς;
Με πόσο σεβασμό μου τους παρουσιάζεις;
Αφού βλέπεις, κλαίω, γιατί δεν σταματάς;
Ποιος από όλους τώρα σου εναποθέτει αυτά τα λόγια στη γλώσσα σου;
Εσύ, ιέρεια, μάγισσα και Κίρκη,
μεταμορφώνεις ένα γουρούνι σε ηλιοτρόπιο,
καμάρωσε πώς οδηγείται άβουλα από το φως σου.
Σε είδα ξαπλωμένη μα ξεχνώ,
ποια είναι η μελωδία σου δεν άκουσα,
έψαχνα το μουσικό κουτί σου, απελπισμένα.
Πρέπει να βρω τη μελωδία σου,
δεν μου μένει χρόνος για ασυναρτησίες.
Οι κόρες σου σε κρύβουν, χάνω τον δίαυλο,
χάνω τον δίαυλο,
τη μελωδία σου χάνω.
Εκλιπαρώ δυνάμεις που φθονώ, γελωτοποιός.
Κάποιος να μου δώσει το μουσικό κουτί γρήγορα,
είναι εκεί,
μα δεν το βλέπετε;
Το κεφάλι της,
το κεφάλι της ακουμπάει,
πού είναι το στήθος μου;
Πώς μαρκαρίστηκα με αυτή την πληγή στον ώμο;
Σφραγίδα, είναι η υπογραφή των μαλλιών της.
Καταγράψτε τη μελωδία της σας παρακαλώ,
χάνεται,
χάνεται,
σας ικετεύω.
Φοβάμαι,
φοβάμαι μέρες τώρα.
Πυροβολισμοί, μαχαιριές, πυρακτωμένο σίδερο.
Κατέβα απ’ το ικρίωμα,
τι κάνεις εσύ εκεί;
Το ουρλιαχτό,
το ουρλιαχτό σου,
μου ράγισε το είδωλο.
Μια μαύρη τρύπα το στόμα σου,
την άβυσσο ορθογραφεί,
γκρεμίζει τους δρόμους που περπάτησες,
τους τοίχους που φυλακίστηκες,
θρυμματίζει τα κόκκαλα των περικυκλωτών σου.
Στα χέρια σου συμπύκνωσες όλη την ύπαρξη,
για μια στιγμή την συνέθλιψες,
πόσο βάναυσα της επιβλήθηκες;
Καταιγίδες ανάμεσα στα δάχτυλά σου,
βρέχει παντού στον κόσμο.
Οι αδελφές σου κορίτσι μου,
οι αδελφές σου στέκονται στο πλάι σου,
μυρίζουν λιβάνι και χώμα νωπό,
σαν παιδάκια, γαντζώνονται από τη φούστα σου,
αναζητούν το στήθος σου,
σου ξεσκίζουν τις σάρκες σαν στοιχειά.
Μα εγώ, φαιδρός.
Ασύχναστος πια,
θα ‘θελα μονάχα να σκουπίζω το αίμα, στις άκρες των χειλιών σου,
να γεύομαι το γάλα και το μέλι,
που στάζει ανάμεσα απ’ τα δόντια σου.
Γδύθηκες με πίστη, μπροστά μου,
μα η πίστη,
ήταν ευχή που ψυχορραγεί.
(Είναι ρευστό, το κορμί της είναι ρευστό,
Θεέ μου μετουσιώνεται σε θάλασσα
και ακτή να γίνω δεν μπορώ.)
Πισωπατώντας σε μια κάποια λησμονιά.
Το κορμί σου, το παίρνεις μακριά.
Εκεί,
εκεί που δένεις την ήβη σου,
αγκαλιάζεται από θεότητες αμόλυντες,
σε χάνω,
μα θα σε κρατάνε θερμή.
(Άπειρο, χρόνε κλέφτη, δολοφόνε.)
Θα κοχλάζεις στην αγκάλη τους.
Ξεριζώνεις ότι έσπειρα,
απογεύματα Κυριακής και γλυκίσματα,
δάκρυα οργασμών και αποχαιρετισμούς.
Τρυγώ σε αφασία,
χαμόγελα και βλέμματα,
κλειδιά και προοπτικές.
Το όπλο σου παθαίνει εμπλοκή
κλείνω τα μάτια.
Μη ρίχνεις αυλαία, μη
είναι γκιλοτίνα.
Απαλά κορίτσι μου,
βρίσκεται σ’ αυτά τα μαύρα σανίδια,
ο απολωλός λαιμός μου.
*Δήμος Μήλιος
**εικόνα: Hannah Toticki