Την πρώτη φορά έτρεξα για να προλάβω την ταινία· μετρούσα τα λεπτά μετρούσα τις
στάσεις (τα λεπτά περνούσαν πιο γρήγορα από τις στάσεις) μετρούσα και την προηγούμενη
απογοήτευση· κι όταν επιτέλους κατέβηκα λαχάνιασα από τις σκάλες, από την αγωνία μη σε
στήσω, κι απ’ την ανυπομονησία να κρυφτώ από την αιχμηρή άρνηση μιας αγκαλιάς στην
αφελή αφή μιας άλλης. Έτσι κι έγινε, πρώτη σειρά, δερμάτινα καθίσματα. Θυμάμαι τα
ρήματα ακροβατώ, ανατρέχω, αποσιωπώ· όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Την ταινία δεν
τη θυμάμαι.
Τη δεύτερη φορά θα την προλάβαινα έτσι κι αλλιώς την ταινία, εσένα έτρεχα να προλάβω.
Μετρούσα τα τετράγωνα μετρούσα τις διασταυρώσεις μετρούσα και τις ασάφειες, κι όταν
μπήκα στην αίθουσα είχα λαχανιάσει από τη ζέστη, από τη συνέπεια που με χαρακτηρίζει κι
από τη δίψα να προσγειωθώ έχοντας διασχίσει έξι μέρες έρημες στην έβδομη τη δροσερή.
Και πράγματι παρόλο που περίμενες ώρα, δεν ανησυχούσες, ήξερες πώς θα φτάσω. Το
θυμάμαι το ρήμα φτάνω, μαζί με το φρενάρω και το φρικάρω. Με αυτή τη σειρά. Την ταινία
δεν τη θυμάμαι.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το σκοτάδι του σινεμά έκρυβε πάντα κάτι ακέραιο, απτό,
αναμφισβήτητο. Και δε μιλάω μόνο για τα μπλεγμένα δάκτυλα· (κι ακόμα λιγότερο για
εκείνα του ζεύγους Μοράλες, ζωντανά ακόμη του κυρίου, της κυρίας ήδη δάκτυλα
σκελετού). Σε αντίθεση με το σκοτάδι του δωματίου σου, και αργότερα και του δικού μου.
Γιατί τώρα που το ξανασκέφτομαι εκεί ήταν που προβάλλονταν (και κάποτε μέχρι πολύ
αργά, και χωρίς διάλειμμα) σκιές φαντασματικές, όχι ρημάτων μα ουσιαστικών, απόσταση,
απουσία, ασυμμετρία. Αυτές τις θυμάμαι.
Μάγια
Απρίλης 24