*στίχοι από το ποίημα «Διαστροφή» του Φωκά
... περισσότεραλιγότερα
*Φιλοξενία στο καβούκι: Σταύρος Τσαντές
**φωτογραφία στο site: Αφροδίτη
saligari.net/filoksenia/deadplanes-η-απεργία-των-ιπτάμενων/
... περισσότεραλιγότερα
// Rien ne va plus II //
«Δε θα με τρελάνεις εσύ! Άντε και γαμήσου στην τελική!» ωρυόταν εν εξάλλω, όσο αιχμηρά κομματάκια ξύλου γαργαλούσανε την κατακοκκινισμένη την παλάμη του. Τόσπασε το τραπεζάκι ο Σωτηράκης, όπως είχε σπάσει την πόρτα του γραφείου πέρυσι και τον ανεμιστήρα πρόπερσι. Όπως έσπαζε κι η μάνα του πόρτες και καρέκλες ή πέταγε τσαμπιά μπανάνες στην κατσαρόλα με το σελινάτο. Τα νεύρα τ’ αχαλίνωτα και τα σπασίματα παντοειδών αντικειμένων πρέπει να ’ταν απόδειξη ανατολίτικης οπισθοδρόμησης που επιπόλαζε στην οικογένεια. Έξαλλοι στ’ άψε σβήσε, με ψύλλου πήδημα παρεξηγιόντουσαν διότι ήταν και ψωροπερήφανοι και δε σηκώναν μύγα στο σπαθί τους. Άμα κάτι τους πείραζε, μέναν αμίλητοι για ώρες και σα χύτρες μαζεύανε, μαζεύανε, μαζεύανε, ώσπου κάποια στιγμή αρχίζαν να σφυρίζουν και να εκρήγνυνται.
«Να πας να κοιταχτείς» τον έλεγε η Αρετή «δε γίνεται, μανάρι μου, να σπας κάθε φορά το σπίτι για να σου περάσουν τα νεύρα». «Γίνεται, δουλεύει». «Θα σου φέρουν την αστυνομία». «Αποκλείεται, οι γείτονές μου είναι χαμένα κορμιά χειρότερα από μένα». «Θα μείνεις μόνος στο τέλος». «Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Κι εσύ. Να σηκωθείς να φύγεις να μείνω μια ώρα αρχύτερα. Μου ’χεις ζαλίσει τον έρωτα να πούμε. Εγώ υποδείξεις δε δέχομαι».
Έκλαιγε μετά ποτάμια η Αρετή και θυμότανε τον πατέρα της που ’κανε τα ίδια με τούτο δω τον αχαρλάντιστο που της έτυχε. Κι ο άλλος ο εγωίσταρος καθόταν αμίλητος με πλάτη γυρισμένη και σκεφτότανε πως όλο τα χατίρια την έκανε κι αυτή είχε παραπάρει θάρρητα κι ουτ’ ένα μας καλό. Τον έχει βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, διότι όταν αυτός δε γάβγιζε σα ζώο ανεξημέρωτο, ήτανε μέλι κι η Αρετούλα του και τον κανάκευε και τον έκανε αλοιφή κι ό,τι ήθελε γενικώς τον έκανε.
Σταυρός του μαρτυρίου και ρουλέτα ρώσικη μετά, έτσι τζαναμπέτηδες αμφότεροι, ποιος θα πάρει πρώτος τον άλλονε τηλέφωνο. Σταυρός του μαρτυρίου και ρουλέτα ρώσικη.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
// Μιαν απόφαση //
Ανεβαίνοντας την Πατησίων εκείνο το βράδυ
με μια μπύρα απ’ τις φθηνές στ’ αριστερό
στριμμένο εκ των προτέρων τσιγάρο στο δεξί
και ελαφρώς παιδεμένος
από την απόπειρα εξοικείωσης με τα καινούρια ακουστικά
σκέφτηκα ότι, τελικά, ίσως δεν είχα λόγο να έρθω.
Πώς να συστηθώ
ως ο τότε ή ο σήμερα
και πού τέμνονται επιτέλους
αυτοί οι δυο εαυτοί (…);
Η καλύτερη ψυχανάλυση, σκέφτηκα
είναι αυτή που κάνεις μόνος σου
την πιο ανύποπτη στιγμή
όταν τα δευτερόλεπτα κυλούν εις βάρος σου
και επείγει να λάβεις μιαν απόφαση.
Να σου πιάσω τη συζήτηση με μια φιλοφρόνηση
–εάν και αυτή η πιθανότητα
ήταν που έδινε στις στοιχηματικές του νου
τη μικρότερη απόδοση–
δε μου ταιριάζει.
Να ανασύρω από τη μνήμη σου
τον σεισμό του 99΄
το Euro του 04΄
ή τα χρόνια της κρίσης
θα ήταν λες και ανέσυρα
αταίριαστα προς τη συνθήκη
ωραιοποιημένα τραύματα.
Χωρίς να ξέρω εάν το κατάλαβα
είχα ήδη φτάσει.
Μα, τι κι αν διά τηλεφώνου
ο υπαίτιος των πάντων με ενθάρρυνε
–«ασφάλεια θα βρεις ξανά στο χέρι αυτού που σου ’μαθε να μισείς»
που λεν και κάτι στίχοι–
τον λόγο δε σου τον απηύθυνα.
Κι ας ήταν οι ματιές
ενθάρρυνση
κι ας έμοιαζε ο ανήφορος που πήρες
στρωμένος με φιλόξενο χαλί
–πράσινο, για να μην ξεχνιόμαστε–
το θάρρος δεν το βρήκα.
Το ξημέρωμα με βρήκε και αυτό στην Πατησίων.
Με άλλο κουτάκι μπύρας
μα από τσιγάρο και κουράγια αδειανό
σ’ έναν μονόλογο
που επαναλάμβανε
–ίσως με περίσσεια ειλικρίνεια–
«νύχτα μείνε λίγο ακόμα, σε παρακαλώ
δε φοβάμαι εσένα τελικά
στα όσα θα φανερώσει το φως της μέρας μέσα μου τρομάζω».
*ποίημα/φιλοξενία στο καβούκι: Πι Ταφ
**φωτογραφία: Σωτήρης
saligari.net/filoksenia/dyo-poihmata-pi-taf/
... περισσότεραλιγότερα
Εσύ
πού θα πας
τώρα που τελειώνει το οξυγόνο;
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
[Για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο]
Αναλογίζομαι στου Αυγούστου τη γλυκάδα
(καθώς κατάπινα την έβδομή μου μπύρα)
Τον έρωτά μας∙ ξυνισμένη βυσσινάδα
Μια απόφαση που ίσως ποτέ δεν πήρα.
Κι όπως σφουγγίζουν τα τσιγάρα όλα τα σάλια μου
Και στα όνειρά μου πολεμάω τα πεπραγμένα
Στον Χριστιανόπουλο απευθύνω ευθύς τα χάλια μου
Που σήμερα έφυγε και μ' άφησε με 'σένα.
Ο ποιητής στον έρωτά μας κάνει ύπτιο
Όσο ριμάρει, όταν βρίζει ή σιωπά
Κι αν τα στιχάκια του γκουγκλάρεις στο διαδίκτυο
Τότε θυμήσου ποιους εντάσσει στα σκατά.
*σόφι.λ, Αύγουστος 2020
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
20.03.1931 - 11.08.2020
... περισσότεραλιγότερα
// Σιωπή //
ηδονή χωρίς αφήγηση δεν είναι ηδονή
γι’ αυτό
ν’ ανέβουν στον φάρο
να δουν το ηλιοβασίλεμα
πίνουν πολλά τσιγάρα και στεγνώνει το στόμα τους
ξεροβήχουν
καθαρίζουν τον λαιμό
ετοιμάζουν τις λέξεις
ψίχα στη σάρκα του βουνού
τις παίρνει ο άνεμος και τις σκορπάει
βουτάνε να τις πιάσουν
σιωπή—
εκείνη
βυθίζει τα πόδια της
στον πάτο της μοναξιάς του
εκεί που
μία μαύρη
ρυτιδιασμένη θάλασσα
σκούζει και πάλλεται σαν καυλωμένη γάτα
Φωκάς
*το «κλικ» της Νατάσας
... περισσότεραλιγότερα
// Συμφωνητικά //
«Ναι, αλλά πρέπει να γίνει ένα συμφωνητικό, να τα λέει όλ’ αυτά γραπτά. Σε περίπτωση θανάτου…, σε περίπτωση που μπεις στο νοσοκομείο…, σε περίπτωση που με κερατώσεις…» ωρυόταν στο τηλέφωνο καταμεσής του δρόμου. Τι απ’ όλα να προτιμούσε ο άλλος; Να πεθάνει, να μπει στο νοσοκομείο ή να την κερατώσει; Η κυρία ήταν εν εξάλλω, ο τύπος δεν θα της το κάνει ποτέ το συμφωνητικό, θα την τσιτσιρίσει όσο δεν πάει, ώσπου να την αναγκάσει να τον δηλητηριάσει με τουμποφλό στα γεμιστά· να πάει αυτή φυλακή, αυτός στα θυμαράκια και το συμφωνητικό στο διάολο.
Παρόλο που κόντευε τα πενήντα αποδείχτηκε τελείως άσχετη στα της ζωής. Μπορεί βέβαια να ’χε κάποτε καεί με τον χυλό αλλά θα ’πρεπε να γνωρίζει πως τα συμφωνητικά, άπαξ και γίνουν, μετρά αντίστροφα ο χρόνος για να παραβιαστούν, είτε έχουνε συνταχτεί γραπτώς και νομοτύπως, είτε προφορικά με όρκους και συνθήκες. Μπαίνει ο διάολος μέσα σου και δεν μπορείς να ησυχάσεις, αν δεν πουλήσεις εκείνο το χωράφι που της κληρονόμησες «σε περίπτωση θανάτου». «Από δω και πέρα θα ’χουμε αποκλειστική σχέση, ε αγάπη μου;», συμφωνούν –μ’ αυτά ακριβώς τα λόγια– τα ζευγάρια, μόλις βαρεθούν ο ένας τον άλλον και διακαώς επιθυμούν να ξεπορτίσουν.
Τα συμφωνητικά είναι για πέταμα. Ό,τι λέγεται εξατμίζεται και στρέφεται εναντίον του εαυτού του αυτοστιγμεί, σαν επιθετικό αυτοάνοσο. Τα μόνα που συντονίζουν τους ανθρώπους είναι τα άρρητα, όσα δε λέγονται και δε γράφονται. Μόνο εκείνα που σκέφτεσαι, νιώθεις να σε καίνε σύγκορμη, κοχλάζουν μέσα σου ανεξέλεγκτα, μα δυσκολεύεσαι πολύ να βρεις τις λέξεις. Όλ’ αυτά σωρεύονται στα μάτια.
Σαν εκείνη τη νύχτα, ανάμεσα στο νιπτήρα και τη λεκάνη, που μ’ αυτά τα κατακόκκινα μεγάλα μάτια, χωρίς να πούμε μισή λέξη, κάναμε βαθιές συζητήσεις κι ήταν ήδη όλα προδιαγεγραμμένα, οριστικά συμφωνημένα. Θ’ αναλάμβανα στο εξής να σου αγοράζω νεκταρίνια, μέλι και γιαούρτια κι εσύ τσιγάρα, μπύρες και σαλάμι.
Διγ.
... περισσότεραλιγότερα
// Μια random Τρίτη //
Δεν φανταζόμουνα πως έχεις τόσα θέματα
που έκατσες κι είπες στο σκυλί μου τόσα ψέματα
ένα σκυλί που έχει νιώσει εγκατάλειψη
μόλις απέκτησε μια ακόμα προκατάληψη
ένα σκυλί που είχε φοβία με τους άντρες
τώρα γαβγίζει και στους underground ράπερς
κι έτσι στο άκυρο ξημέρωσε μια Τρίτη
κι έλιωσε η λύπη όλα τα έπιπλα στο σπίτι
μέχρι που πέσανε τα φύλλα της μονστέρας
της απουσίας όσο χώνευα το τέρας
και κάπως έτσι της γενιάς μου οι εικοσάρηδες
πήραν πτυχία και το ζουν σαν εξηντάρηδες
αν χρειαστεί πάνε και μόνοι διακοπές
καβατζωμένοι βιταμίνες κι αλοιφές
θα φτάσουν μέχρι τη Σρι Λάνκα ή την Κορέα
για μια κοπέλα που τους μύρισε ωραία
κι αν ναυαγήσει και αυτή τους η ιδέα
θα πάρουν ένα τραπεζάκι απ’ τα ΙΚΕΑ
κι αν πάει κουβά το τελευταίο όνειρό τους
θα φέρνει η wolt πάντα ζεστό το φαγητό τους
εγώ δεν τρώω μα μ’ αρέσει να τα βλέπω
κοιτώ την τρύπα και με νάζι μέσα πέφτω
μόνο που έπαψα ν’ ακούω μουσική
σαν να απέκτησα αλλεργία στη φωνή
και στις ταινίες, σκέψου, βάζω πλέον σίγαση
λες κι έχουν πάθει τα αφτιά μου κάποια ψύχωση
και μου ζητάνε τους δικούς μου μόνο στίχους
μαύρη σκιά και κάνω αντίθεση στους τοίχους
που πάει να πει πως όλα μοιάζουν κάπως γκρι
μια random Τρίτη, μία λύπη, ένα σκυλί.
*π. κρίνος
saligari.net/poihmata/mia-random-triti/
... περισσότεραλιγότερα