Το τελευταίο δώρο της Λίζας ήταν μια γραφομηχανή Olympia Monica. Το τελευταίο δώρο της Στέλλας ήταν ένα σετ στυλό Parker. Το τελευταίο δώρο της Δανάης ήταν μια πένα με χρυσή μύτη και διακοσμητικό μοτίβο ταρταρούγας. Η πιθανότητα να υπήρξαν μεταξύ τους συνεννοημένες, τρομακτική κι απειροελάχιστη. Από την άλλη, ακόμα δεν έχω διαλευκάνει αν ήθελαν εμμέσως να μου πουν πως μ’ έχουν γραμμένο ή τις παρακινούσαν φιλοδοξίες ευγενέστερες του στυλ: «τώρα που σβήνει ο έρωτάς μας, πάρε ύλη γραφική ρομαντική, προηγούμενων εξελικτικών σταδίων, και γράψε κάτι μη χαθεί, ας μείνουμε λίγες γραμμές στην αιωνιότητα».
Στα επόμενα κορίτσια, όταν ερχόταν η κουβέντα περί δώρων, ήμουν κάθετος. «Στο λάπτοπ γράφω γενικά, τίποτα δε μου λείπει. Δε φέρνει το στυλό την έμπνευση, κάτι να παίζω θα ’θελα, όχι εσένα αγάπη μου, να, ένα κομπολόι λόγου χάρη, να καπνίζω και λιγότερο». Με την πάροδο του χρόνου απέκτησα ορισμένα εξαίσια κομπολόγια, ξύλινα, κεχριμπαρένια, με χάντρες λίγες ή πολλές, παράπονο δεν έχω. Παίζω.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις των κοριτσιών που κατά καιρούς με φιλοδώρησαν με σύνεργα γραφής, για να γράψεις σε γραφομηχανή, με πένα φτερωτή ή με στυλό πανάκριβο, πρέπει λιγάκι και να νιώθεις πως έχεις κάτι τι σημαντικό. Αλλά εμένα η μαμά μου ζει. Κι έτσι, μόνο ακίνδυνες και γλυκερές σαχλαμάρες δύναμαι.
Σε μια παρουσίαση βιβλίου άκουσα κάποτε μια κομπασμένη συγγραφέα ευπωλήτων να διατείνεται πως για να καταφέρεις κάτι συμπαθητικό με τη γραφή, ο νούμερο ένα κανόνας είναι να μη σε νοιάζει τι θα πει η μαμά σου, αν τυχόν διαβάσει τα γραπτά σου. Τη συγκεκριμένη λογοτέχνιδα την αντιπαθώ σφοδρά κι έτσι ως αντίδραση, όποτε κάτι γράφω, τη μανούλα μου σκέφτομαι. Συνεπώς, η γραφομηχανή θα μείνει στο πατάρι, η πένα διακοσμητική και το στυλό Parker δώρο σε κάποιο γάμο.
Δεν αγχώνομαι, κανείς δεν πήρε Νόμπελ με τη μητέρα του εν ζωή.
Διγ.