Πήγα σήμερα στο μακρινό σούπερ μάρκετ, στο μεγάλο, ξέρεις, αυτό στον δρόμο με το ταχυδρομείο και το κρεοπωλείο. Εκεί που πηγαίναμε για βόλτα ή στις έκτακτες περιστάσεις, για τις πατάτες baby και το κονιάκ τα Χριστούγεννα. Ψώνισα πολλά πράγματα, αληθινή σαββατιάτικη μπάζα. Λαχανικά, ψωμιά, γιαούρτια, μπύρες, αυγά και χίλια δυο άλλα. Πολλά γενικώς. Χωρίς λίστα. Όταν γυρνούσα στους διαδρόμους του πάνω ορόφου, στα ρύζια και στα λάδια, σκέφτηκα ότι εσύ έχεις μείνει κάτω να περιμένεις να έρθει η σειρά μας στα τυριά.
Είχαν συμπληρωθεί από καιρό οι πόντοι για την «εξάευρη». Μαλακία. Έπρεπε να τους αφήσω να μαζεύονται χωρίς να την εξαργυρώσω. Η ακρίβεια σε συνδυασμό με την απώλεια ζαλίζουν. Δεν έπρεπε να πάω ως εκεί.
Νόμιζα ότι σ’ έβλεπα στους διαδρόμους, έπεσα πάνω σε μια κυρία κι αυτή άρχισε να σταυροκοπιέται και να οδύρεται για τα νέα παιδιά που έχουν χαζέψει. Εφάρμοζες ένα μαεστρικό χάος στο σούπερ μάρκετ. Προσπάθησα να σε μιμηθώ, γιατί καθυστερούσες τρομερά στα τυριά. Μάλλον ανεπιτυχώς. Ξέχασα να πάρω τα μισά και ψώνισα πολλά άχρηστα.
Εκεί που το λείψιμό σου έγινε αφόρητο ήταν στον δρόμο της επιστροφής. Είχα ψωνίσει όσα παίρναμε και μαζί. Αλλά όταν είμασταν μαζί είχαμε τέσσερα χέρια για κουβάλημα. Δεν το υπολόγισα καθόλου. Δεινοπάθησα. Κάθε είκοσι μέτρα στάση για ν’ αλλάξω χέρια τις σακούλες. Έχω πιαστεί ολόκληρος. Κι αυτές τις γραμμές με δυσκολία τις γράφω.
Ο μεγαλύτερος πόνος ήρθε μήνες μετά στα χέρια. Πόνος πραγματικός. Απτός. Αν αδυνατεί η καρδιά, κάποια στιγμή θα πονέσουν τα χέρια.
Διγ.
*φωτογραφία: Από το φιλμ “Μανία” [1985] του Γιώργου Πανουσόπουλου