Η μυρωδιά δεν ήταν από ψάρια

Η μυρωδιά δεν ήταν από ψάρια

Είχε γεμίσει ο τόπος ψαρίλα. Βρώμαγε όλη η πολυκατοικία ανυπόφορα και κανείς δεν έκανε τίποτα. Όλοι λογικά θ’ αναρωτιόντουσαν, ίσως κατά μόνας να γκρινιάζαν, αλλά της δυσοσμίας την αιτία την αγνοούσαμε. Είχα αρχίσει να υποπτεύομαι τη νέα διπλανή γειτόνισσα, αυτή που έπιασε προσφάτως τη γκαρσονιέρα της Βάσως. «Έχει γούστο να ’ναι ψαράς, να πουλά σαρδέλες και μπαρμπούνια στις λαϊκές και στη Βαρβάκειο και να μας μείνει εσαεί η διαπεραστική ψαρίλα της». Το απευχόμουν μεν, αδυνατούσα ωστόσο ν’ αποκλείσω το θλιβερό και δύσοσμο ενδεχόμενο.

Μέχρι που προχθές είδα κάτι μπρατσωμένους εργάτες από κάποιο συνεργείο καθαρισμού να κουβαλούν βαριά, παλιά έπιπλα. Τα βγάζαν από ένα διαμέρισμα του πρώτου, τα αποσυναρμολογούσαν για να μπορέσουν να χωρέσουν στ’ ασανσέρ και τα έπαιρναν σε ένα φορτηγό. Η μυρωδιά δεν ήταν από ψάρια. Μια μοναχική γριά είχε πεθάνει και είχαν σπίτι της τα πάντα αφεθεί να σαπίσουν: τρόφιμα, σκουπίδια, ένα καζανάκι που έμεινε πιθανόν ατράβηχτο, για κείνη οι πληροφορίες διίσταντο. Κάποιοι είπαν πως δεν την βρήκαν μέσα, απεβίωσε προ καιρού και απλώς κανείς δεν καθάρισε το διαμέρισμα. Άλλοι είπαν άλλα.

Σε κάτι παλιούς πολιτισμούς, όταν πέθαινε ένα μέλος της οικογένειας αδειάζαν, λέει, το πιθάρι με το νερό που είχαν στο δωμάτιο κι έβαζαν στη θέση του καινούριο, καθαρό νερό. Τούτο καθώς, κατά τα θρυλούμενα, το παλιό νερό είχε αιματοβαφεί αφού κει μέσα είχε σκουπίσει τη μαχαίρα του ο χάρος. Στους ίδιους αυτούς παλιούς πολιτισμούς ασβεστώνανε συμβολικά κι ένα ντουβάρι του δωματίου για να σβηστούν οι πιτσιλιές του αίματος, να ξορκιστεί το θανατικό, να συνεχιστεί κι η ζωή. Εμείς εδώ, όταν μας σπάσει πια τη μύτη η μυρωδιά, αδειάζουμε τα σπίτια απ’ τα βαριά και τα παλιά τους έπιπλα κι έπειτα, στο όνομα κάθε μοναχικής γριάς που φεύγει, τα κάνουμε airbnb.

Διγ.   

Author

Ο Διγ. νομίζει ότι στο παιδικό του δωμάτιο είχε αφίσες του Μαρξ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Γιώργου Μαζωνάκη και του Γιώργου Καραγκούνη. Η μόνη που δυόμισι δεκαετίες τώρα δεν έχει αποκαθηλωθεί είναι του Μαζωνάκη. Γι’ αυτό είναι σίγουρος. Ακόμη, έφαγε πάρα πολύ ξύλο για να μάθει γράμματα και ως εκδίκηση σπουδάζει εννιά χρόνια τώρα. Συμπαθεί τις λέξεις με αρχικό γράμμα το βήτα, όπως βιρτουόζος, βανδαλισμοί, βαρυσήμαντα, βότκα και Βλαδιβοστόκ, ενώ αποστρέφεται εκείνες που ξεκινούν από κάπα, όπως καπιταλισμός, κόλαση, κολαούζος, καλλίπυγος και κατενάτσιο. Το μόνο που τον παρηγορεί είναι η απαρασάλευτη πίστη του στην αλτουσεριανή ρήση κατά την οποία: «το μέλλον διαρκεί πολύ».