Κάθε Πέμπτη ξυπνώ μ’ έναν πόνο στη μέση. Τρεις εργάσιμες ημέρες ήσαν αρκούντως αρκετές για να εξουθενώσουν το δόλιο το σαρκίο μου. Κάθε Πέμπτη έχει τελείως ανατραπεί το πλάνο της βδομάδας και τα σχέδια του ελαύνοντος Σαββατοκύριακου βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση εμβρυώδη. Όταν διαβάζω πως στην τάδε σκανδιναβική χώρα δοκίμασαν την τετραήμερη εβδομάδα και τους φάνηκε παραγωγικότερη, ορκίζομαι ενδομύχως πως εξαέρωσαν την Πέμπτη, στέλνοντας ταυτοχρόνως με τσάρτερ στη Μεσόγειο διακοπές όλους τους παλαβούτσικους που εμμέναν ασυνάρτητα: «η Πέμπτη είναι το νέο Σάββατο». Κάθε Πέμπτη στήνομαι απ’ αχάραγα σε κεντρικό καφέ κι ανοίγω το λάπτοπ, να δείχνω πως εργάζομαι. Ανοίγω ένα δίστηλο εξέλ και μετρώ πόσα μπλε και πόσα κόκκινα μηχανάκια θα περάσουν· περιττό να σας πως ότι, από τον περσινό Απρίλη, η Βολτ έχει υπερφαλαγγίσει την Ιφούντ. Τα μπλε είναι πια περισσότερα. Ο νιου έιτζ καπιταλισμός που σε θέλει αφεντικό του εαυτού σου εγκαταλείπει το κόκκινο της χαράς και σε προτρέπει ανερυθρίαστα: «βάψου μπλε και πήδα στη θάλασσα». Παρατηρώ τις πλάτες απ’ τα λάπτοπ των αποδέλοιπων θαμώνων και βλέπω τα λευκά τους μήλα φεγγερά. Ξυπνώ το σαλιγκάρι απ’ τ’ αυτοκόλλητο της πλάτης του δικού μου και το βάζω να φάει τα μήλα των διπλανών.
Κάθε Πέμπτη ταΐζω το σαλιγκάρι μου.
Καλλωπίζω, μ’ άλλα λόγια, σε δημόσια θέα τις ήττες μου.
Διγ.
*φωτογραφία: Wols (1913-1951)