Κάποτε μια φίλη μού ’χε πει πως γράφω ό,τι θέλω γιατί δεν έχω τίποτα να κρύψω, ή τέλος πάντων, δε με πολυνοιάζει αν θα μείνουν τα «κρυφά κρυμμένα».
Ο Γιώργος Χειμωνάς είχε γράψει: «κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε, κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και προπαντός, κανείς να μη μάθει ποτέ, πώς πεθάναμε». Και δε σταμάταγε να γράφει ο μακαρίτης.
Όσα και να δείξω, όσα και να γράψω, όσο «εμετός» ή έκθεση κι αν είναι το γραπτό, ο Χειμωνάς έχει δίκιο. Θα έχετε μιαν άλλη εικόνα. Δε θα μάθετε τίποτα χρήσιμο. Με νομίζετε για αισθηματία την ώρα που είμαι το χειρότερο κάθαρμα, θεωρείτε πως κατέχω λεπτεπίλεπτα τον χειρισμό της γλώσσας, ενώ ολοφάνερα αγνοείτε την αγάπη μου για τους αριθμούς. Όσο λανσάρω προς τα έξω όψεις κρυστάλλινες της δήθεν μοναξιάς μου, μεθώντας χαριεντίζομαι σε μπαρ με τόσο ημίφως. Το πρωί, παίρνω το κείμενο, το βάζω απλά ένα δίλεπτο στο φούρνο μικροκυμάτων της ορθογραφίας και σερβίρω, ολονύστακτος κι ακόμα ζαλισμένος.
Το κυριότερο, κάθε φορά που απ’ την κλειδαρότρυπα αφήνω να κοιτάξτε, έχω ήδη φύγει από την μπαλκονόπορτα. Πηδώντας.
Διγ.
*φωτογραφία: Ν.Σ.