Δεν πρέπει να είναι πάνω από τέσσερα ή πέντε δευτερόλεπτα. Κι όμως, φτάνουν. Τέσσερα ή πέντε –ας πούμε τεσσεράμισι για να γλιτώσουμε κάθε τι διαζευκτικό– δευτερόλεπτα ατόφιας ομορφιάς. Βέβαια, ως γνωστόν ο χρόνος είναι σχετικός. Εν τοιαύτη περιπτώσει υπό την εξής διττή έννοια. Πρώτον, πρόκειται για τεσσεράμισι δευτερόλεπτα που μεταξύ τους σωρεύονται, αθροίζονται, κάποτε πολλαπλασιάζονται, τέλος πάντων συνωθούμενα αυξάνουν. Τεσσεράμισι δευτερόλεπτα την Τρίτη, τεσσεράμισι την Παρασκευή, άλλα τόσα το Σάββατο. Δεκατρία μισό γι’ αυτήν την εβδομάδα. Δεύτερον, τεσσεράμισι δευτερόλεπτα που έπειτα, στην επικράτεια τη μηρυκαστική της αναθύμησης, εκτείνονται σ’ ανεξιχνίαστες ποσότητες ωρών.
Ίσως ήδη το μάντεψες, μιλώ για τις στιγμές που σηκώνεσαι νωχελικά απ’ το κρεβάτι με προορισμό το μπάνιο. Σα φευγαλέο θαύμα. Ο κώλος σου, αναψοκοκκινισμένος κι ιδρωμένος, περήφανος κι ωραίος, αποκαλύπτει το μίγμα που οφείλει να ’χει η ζωή. Το εφήμερο και το όμορφο. Τίποτ’ άλλο. Κάποτε σκέφτομαι πως αξίζει το μεταξύ μας να συνεχιστεί, κι επ’ άπειρον αν χρειαστεί, μόνο γι’ αυτά τα τεσσεράμισι δευτερόλεπτα, όσο διαρκεί απ’ τη στιγμή που βάζεις το ένα πόδι στο πάτωμα βγαίνοντας απ’ τα σκεπάσματα ως να χαθείς απ’ το μέσον του διαδρόμου και μετά. Ακόμα και πριν, είναι φορές που για να τελειώσω σκέφτομαι αυτό το εγγύς, στιγμιαίο μέλλον. Θα πας μετά στο μπάνιο και θα μ’ αφήσεις καθηλωμένο ξαπλωτό να παραλύω, να κρατώ τα βλέφαρά μου ανοιχτά, να μη λειφτεί μισή στιγμή.
Ποτέ δεν πίστεψα στις «ποιητικές εικόνες». Τα ηλιοβασιλέματα μες στην τόση καρτποσταλοποίηση μου φέρνουν υπνηλία, τα ουράνια τόξα, πόσο πασέ και άτονα αλήθεια. Τίποτα δεν είναι ποιητικό έξω από σένα. Καμιά εικόνα δε φελά έξω απ’ του κώλου σου το βάδην στο ημίφως.
Διγ.