Τίνος είναι τι;

Τίνος είναι τι;

Κρύος ο φετινός χειμώνας. Αλλά κι εσύ καθόλου δεν τ’ αέριζες το σπίτι. Σκυλοβρωμούσε ο τόπος. Όλα τα δωμάτια βαριά τσιγαρίλα, κίτρινη και πηχτή, εκείνη που αναδίνεται απ’ τα φτηνά, βιομηχανικά τσιγάρα που προτίμαγες. Κι η κρεβατοκάμαρα –το ’χες τάχα μου καμάρι πως κει μέσα δεν κάπνιζες– βρωμούσε πάντοτε ποτό. Έσερνες κάθε βράδυ το ζαλισμένο το σαρκίο σου ως το κρεβάτι κι οχτώ με δέκα ώρες βαριανάσαινες κρασί και βότκα. Όταν είχες λεφτά βότκα, στις αφραγκίες σου συχνότερα κρασί.

Παρ’ όλη την εμπεδωμένη δυσοσμία, δε σταμάτησα να σε επισκέπτομαι. Λίγο που σ’ είχα συνηθίσει, λίγο που σε στιγμές ανησυχούσα μη σου ’ρθει καμιά στον ύπνο σου αναρρόφηση, ερχόμουν σε σένα τακτικά. Παρ’ όλη την οριακή σου την κατάσταση ή ίσως κι εξαιτίας της, την πικροχολιά και την παραξενιά σου δεν την έχανες.

Τελευταία, σ’ ενοχλούσαν τα κείμενά μου. «Ίδια όλα κι απαράλλαχτα. Στην αρχή κάτι άσχετο λες και μετά κάπου απευθύνεσαι. Βρίσκω πως πέφτεις σε μανιέρα. Έχει χαθεί η σπιρτάδα».

Πολύ στα σοβαρά δε σ’ έπαιρνα. Από πάντα διαφορετικά διαβάσματα μας άρεσαν. Εσύ Παπαγιώργη, Ρεκαλκάτι και Φανόν. Εγώ Σκαρίμπα, Ουελμπέκ και Σιμενόν.

Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα τελικά;

Το σπίτι με τη μυρωδιά είναι δικό μου και τα γραπτά με την απεύθυνση δικά σου.   

Διγ.

*φωτογραφία: ε.β.

Author

Ο Διγ. νομίζει ότι στο παιδικό του δωμάτιο είχε αφίσες του Μαρξ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Γιώργου Μαζωνάκη και του Γιώργου Καραγκούνη. Η μόνη που δυόμισι δεκαετίες τώρα δεν έχει αποκαθηλωθεί είναι του Μαζωνάκη. Γι’ αυτό είναι σίγουρος. Ακόμη, έφαγε πάρα πολύ ξύλο για να μάθει γράμματα και ως εκδίκηση σπουδάζει εννιά χρόνια τώρα. Συμπαθεί τις λέξεις με αρχικό γράμμα το βήτα, όπως βιρτουόζος, βανδαλισμοί, βαρυσήμαντα, βότκα και Βλαδιβοστόκ, ενώ αποστρέφεται εκείνες που ξεκινούν από κάπα, όπως καπιταλισμός, κόλαση, κολαούζος, καλλίπυγος και κατενάτσιο. Το μόνο που τον παρηγορεί είναι η απαρασάλευτη πίστη του στην αλτουσεριανή ρήση κατά την οποία: «το μέλλον διαρκεί πολύ».