Τίνος είναι τι;

Κρύος ο φετινός χειμώνας. Αλλά κι εσύ καθόλου δεν τ’ αέριζες το σπίτι. Σκυλοβρωμούσε ο τόπος. Όλα τα δωμάτια βαριά τσιγαρίλα, κίτρινη και πηχτή, εκείνη που αναδίνεται απ’ τα φτηνά, βιομηχανικά τσιγάρα που προτίμαγες. Κι η κρεβατοκάμαρα –το ’χες τάχα μου καμάρι πως κει μέσα δεν κάπνιζες– βρωμούσε πάντοτε ποτό. Έσερνες κάθε βράδυ το ζαλισμένο το σαρκίο σου ως το κρεβάτι κι οχτώ με δέκα ώρες βαριανάσαινες κρασί και βότκα. Όταν είχες λεφτά βότκα, στις αφραγκίες σου συχνότερα κρασί.

Παρ’ όλη την εμπεδωμένη δυσοσμία, δε σταμάτησα να σε επισκέπτομαι. Λίγο που σ’ είχα συνηθίσει, λίγο που σε στιγμές ανησυχούσα μη σου ’ρθει καμιά στον ύπνο σου αναρρόφηση, ερχόμουν σε σένα τακτικά. Παρ’ όλη την οριακή σου την κατάσταση ή ίσως κι εξαιτίας της, την πικροχολιά και την παραξενιά σου δεν την έχανες.

Τελευταία, σ’ ενοχλούσαν τα κείμενά μου. «Ίδια όλα κι απαράλλαχτα. Στην αρχή κάτι άσχετο λες και μετά κάπου απευθύνεσαι. Βρίσκω πως πέφτεις σε μανιέρα. Έχει χαθεί η σπιρτάδα».

Πολύ στα σοβαρά δε σ’ έπαιρνα. Από πάντα διαφορετικά διαβάσματα μας άρεσαν. Εσύ Παπαγιώργη, Ρεκαλκάτι και Φανόν. Εγώ Σκαρίμπα, Ουελμπέκ και Σιμενόν.

Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα τελικά;

Το σπίτι με τη μυρωδιά είναι δικό μου και τα γραπτά με την απεύθυνση δικά σου.   

Διγ.

*φωτογραφία: ε.β.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το καλοκαίρι του ’04

«Παρ’ το σβουράτσι από κει και κάτσε» πρότεινε πατρικά...

Η τρύπα στο ταβάνι

Ζήτημα να ’μεινες πεντέξι μήνες σε κείνο το σπίτι....

Ο πόνος των χεριών

Πήγα σήμερα στο μακρινό σούπερ μάρκετ, στο μεγάλο, ξέρεις,...

Θανατικό

Τον τελευταίο καιρό πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι κάθε ηλικίας στον...