Σε αυτή τη μικρότερη νύχτα του χρόνου
είχε από νωρίς σφηνωθεί κάτι το απολύτως επιτακτικό.
Κάτι που, αν παράμενε ανεπίλυτο ως το ξημέρωμα,
θα το ’λιωνε ο αδηφάγος ήλιος·
με την ηδονή και την ανακούφιση που λιώνει το Μάη
και τα τελευταία χιόνια στις πιο απάτητες κορφές.
Κι ύστερα το μόνο που του μένει είναι να παράξει καλοκαίρι.
Καμιά άλλη εκκρεμότητα.
Πίσω στη νύχτα αυτή.
Διότι χρόνος δεν περισσεύει.
Ο χρόνος –ούτως ή άλλως– πάντοτε κυλά με αύξουσα πορεία
και ολοένα κοχλάζουσα κάβλα.
Καθώς λοιπόν το φως της αμφιλύκης ζύγωνε,
σκεφτήκαμε μήπως το σώφρον ήταν
να καταφύγουμε σε κάποια πάλι αναβολή παραμυθίας,
σε κάποια περίθαλψη που θα μας πρόσφερε προσωρινή έστω νάρκη.
Αρνήθηκες όμως.
Σου άρεσε άλλωστε από παλιά να το παίζεις τολμητίας,
τάχα μου ρισκαδόρος, δήθεν απερίσκεπτος.
Και πάντα γι’ αυτές σου τις μαλακίες είχες και θεωρητική θεμελίωση.
Έλεγες: «Έτσι πρέπει να φερόμαστε· ενστικτώδικα,
όπως στη νιότη αρμόζει, όπως η
νιότη επιτάσσει».
Με τα πολλά, το θερινό ηλιοστάσιο στέρεψε·
Η μεγαλύτερη μέρα θα κάνει
ένα χρόνο να ξανάρθει.
Διγ.
Φωτογραφία: Ari Aster, Midsommar (2019)