Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.
Έτσι εσύ πάντα. Δε μπορούσες αλλιώς. Δεν ήτανε στο χέρι σου η μεσονύχτια αυτή μεταστροφή.
Αδημονούσες τάχα να χαλάσει ο καιρός, να κλειστούμε σπίτι,
απ’ την ασφάλεια της λιακάδας, απ’ την απανεμιά της Κυριακής.
Τώρα, αυτήν την ατέλειωτη Κυριακή χωρίς χαρά, χαίρομαι που ξύπνησα απόγευμα.
Χαίρομαι που, παρά τα πρωινά τρυπάνια και τις οχλούσες επισκευές των γειτόνων, δε σηκώθηκα. Ξόδεψα στο κρεβάτι μόνος το ήμισυ της μέρας.
Στην πίσω πλευρά της αμεριμνησίας βρίσκεται η θλίψη,
στην πίσω πλευρά της Κυριακής η Άβυσσος της Κάρμεν Λαφορέτ.
Διγ.