Αλήθεια είναι πως στο μεταξύ μας, είχες εσύ το πάνω πάντα χέρι.
Ανακαλώ ακόμα –αραιά, άτακτα, και πού– εκείνο το κρύο βράδυ, σπίτι γυρνώντας, έκανα να σου χτενίσω με τα δάχτυλα τα μαλλιά· προπέλιζε μουντρούχο, θα ψοφήσωμε, ας λείπουνε οι γλύκες, ήπιες πάλε τις βότκες σου, εζεστάθηκες και σου ’ρθε λίμπιντος για χτενίσματα και χαδάκια. Ένα σου λέω, βγόδωνε!
Ή την άλλη, στον υπόγειο της Ομόνοιας, όταν με τις καλτσούλες σου αστειεύτηκα που ’χαν χρώμα παρόμοιο πορτοκαλί με τα πλακάκια· Σου ’χω πει, μ’ αυτές τις σαχλαμάρες τις ουρανοκατέβατες εμένα δε με συγκινείς. Όμως εγώ το πρόλαβα, το είδα το γελάκι σου που ξέφυγε κι όλο το βράδυ μου ’σιαζε αβίαστα το κέφι.
Τόση ευτυχία που γλίστρησε απ’ τα χέρια μου
κάποτε πρέπει αλήθεια να προσέγγισα την πιθανότητά της·
Ή τότε με τα δάχτυλα ή τότε με τις κάλτσες.
Απροπό, μη νομίσεις πως για κάτι σε κακίζω.
Μονάχα την πίστη στα σφιχτοκρατημένα δάχτυλα λιγάκι μου στραμπούλιξες.
Για τέτοια όμως δάχτυλα, αγάπη μου, χαλάλι.
Διγ.
*φωτογραφία: Γιάννης Οικονόμου