Το πάνω χέρι

Το πάνω χέρι

Αλήθεια είναι πως στο μεταξύ μας, είχες εσύ το πάνω πάντα χέρι. 

Ανακαλώ ακόμα –αραιά, άτακτα, και πού– εκείνο το κρύο βράδυ, σπίτι γυρνώντας, έκανα να σου χτενίσω με τα δάχτυλα τα μαλλιά· προπέλιζε μουντρούχο, θα ψοφήσωμε, ας λείπουνε οι γλύκες, ήπιες πάλε τις βότκες σου, εζεστάθηκες και σου ’ρθε λίμπιντος για χτενίσματα και χαδάκια. Ένα σου λέω, βγόδωνε!

Ή την άλλη, στον υπόγειο της Ομόνοιας, όταν με τις καλτσούλες σου αστειεύτηκα που ’χαν χρώμα παρόμοιο πορτοκαλί με τα πλακάκια· Σου ’χω πει, μ’ αυτές τις σαχλαμάρες τις ουρανοκατέβατες εμένα δε με συγκινείς. Όμως εγώ το πρόλαβα, το είδα το γελάκι σου που ξέφυγε κι όλο το βράδυ μου ’σιαζε αβίαστα το κέφι.


Τόση ευτυχία που γλίστρησε απ’ τα χέρια μου
κάποτε πρέπει αλήθεια να προσέγγισα την πιθανότητά της·
Ή τότε με τα δάχτυλα ή τότε με τις κάλτσες.

Απροπό, μη νομίσεις πως για κάτι σε κακίζω.
Μονάχα την πίστη στα σφιχτοκρατημένα δάχτυλα λιγάκι μου στραμπούλιξες.
Για τέτοια όμως δάχτυλα, αγάπη μου, χαλάλι.

Διγ.

*φωτογραφία: Γιάννης Οικονόμου

Author

Ο Διγ. νομίζει ότι στο παιδικό του δωμάτιο είχε αφίσες του Μαρξ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Γιώργου Μαζωνάκη και του Γιώργου Καραγκούνη. Η μόνη που δυόμισι δεκαετίες τώρα δεν έχει αποκαθηλωθεί είναι του Μαζωνάκη. Γι’ αυτό είναι σίγουρος. Ακόμη, έφαγε πάρα πολύ ξύλο για να μάθει γράμματα και ως εκδίκηση σπουδάζει εννιά χρόνια τώρα. Συμπαθεί τις λέξεις με αρχικό γράμμα το βήτα, όπως βιρτουόζος, βανδαλισμοί, βαρυσήμαντα, βότκα και Βλαδιβοστόκ, ενώ αποστρέφεται εκείνες που ξεκινούν από κάπα, όπως καπιταλισμός, κόλαση, κολαούζος, καλλίπυγος και κατενάτσιο. Το μόνο που τον παρηγορεί είναι η απαρασάλευτη πίστη του στην αλτουσεριανή ρήση κατά την οποία: «το μέλλον διαρκεί πολύ».